υποπρακτορείο

υποπρακτορείο
το, Ν
παράρτημα κεντρικού πρακτορείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + πρακτορείο. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποπρακτορεῖον, μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”